![Picture](/uploads/2/0/1/4/20143927/8684200.jpg)
Νεοτεκτονική: Εισαγωγή στη μελέτη των πρόσφατων γεωλογικών δομών. (Σε συνεργασία με τον Καθ. Δημοσθένη Μουντράκη). Εκδόσεις: UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 1986
Οι όροι που αναφέρονται στη σύγχρονη βιβλιογραφία για να περιγράψουν τη συνεχιζόμενη τεκτονική δραστηριότητα του φλοιού της Γης: Νεοτεκτονική, Ενεργός Τεκτονική, Σεισμοτεκτονική, Μορφοτεκτονική, Παλαιοσεισμολογία, Γεωλογία των Σεισμών, ή ακόμη και Παλαιογεωφυσική ή Παλαιογεωδυναμική, και προσπαθούν να ορίσουν τον επιστημονικό χώρο μεταξύ της “κλασικής” Γεωλογίας και της Σεισμολογίας, δεν είναι σαφώς ορισμένοι. Συχνά παρουσιάζουν αλληλοεπικαλύψεις, κάποτε δημιουργούν σύγχυση ή χρησιμοποιούνται αυθαίρετα και πολλές φορές ορίζουν ίδια επιστημονικά αντικείμενα. Η ασυμφωνία σε έναν και μοναδικό ορισμό των “ενεργών ρηγμάτων” δημιουργεί τεχνικές δυσκολίες με επιστημονικές, νομικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Οι όροι ενεργό ρήγμα και ενεργός τεκτονική υποδηλώνουν πρόσφατες τεκτονικές διαδικασίες. Ο προσδιορισμός όμως “πρόσφατα” είναι σχετικός και ιδιαίτερα ασαφής για έναν επιστημονικό ορισμό. Το παρόν είναι μια χρονική στιγμή με προσωρινή σημασία. Στην καθημερινή ζωή, το πρόσφατα σημαίνει λεπτά, ώρες, μήνες ή το πολύ χρόνια, ανάλογα με την κλίμακα χρόνου στην οποία αναφερόμαστε. Για ένα γεωλόγο το χρονικό διάστημα που αντιπροσωπεύει το “πρόσφατα” μπορεί να καλύπτει μερικές χιλιάδες, δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ή ίσως ένα, δύο ή μερικά εκατομμύρια χρόνια. Μπορεί όμως να υπάρξει ένα πλήρως καθορισμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο χρονικό όριο για τον ορισμό του γεωλογικού “πρόσφατα”;
Διάφοροι επιστημονικοί οργανισμοί, υπηρεσίες ή μεμονωμένοι ερευνητές έχουν ορίσει ένα “ενεργό ρήγμα” (βλέπε κεφάλαιο Ορισμοί Ενεργών Ρηγμάτων) όταν έχει παρουσιάσει δραστηριοποίηση σεισμική ή ασεισμική: α) σε 10.000 χρόνια, β) σε 35.000 χρόνια, γ) σε 150.000 χρόνια, δ) δύο φορές σε 500.000 χρόνια ή ε) τέλος, καθόλη τη διάρκεια του Τεταρτογενούς. Τέτοιοι ορισμοί απέκτησαν και νομική σημασία (για τις κατασκευές μεγάλων τεχνικών έργων, την πολεοδομική επέκταση κ.ά.), αλλά η μεγάλη διακύμανση στο “γεωλογικό χρονικό διάστημα” προκάλεσε επανειλημμένα σύγχυση.
Ο πατέρας της Γεωλογίας Κάρολος Λάιλ (Charles Lyell) στο κλασικό βιβλίου του Αρχές της Γεωλογίας (Principles of Geology, 1830) αναγνωρίζει τις απότομες αλλαγές που συμβαίνουν στο έδαφος κατά τη διάρκεια των σεισμών, αν και οι πρώτες σαφείς παρατηρήσεις συν-σεισμικών εδαφικών παραμορφώσεων υπάρχουν στον Θουκυδίδη, όταν περιέγραφε το μεγάλο σεισμό της Φθιώτιδας-Βοιωτίας το 426 π.Χ. μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, στον Αριστοτέλη στον Στράβωνα και άλλους. Ποτέ όμως δε συνδέθηκαν γεωλογικά ρήγματα και σεισμοί. Η πρώτη παγκόσμια χαρτογράφηση επιφανειακού ίχνους σεισμικού ρήγματος αφορούσε το σεισμό της Αιγιαλείας του 1861 (Ελίκη-Βαλιμνίτικα-Διακοφτό) στην Πελοπόννησο και πραγματοποιήθηκε από το διευθυντή του Αστεροσκοπείου Αθηνών J. Schmidt (εργασίες του 1864,1867). Επίσης ο καθηγητής Γεωμορφολογίας του Πανεπιστημίου της Γιούτα (ΗΠΑ) G.K. Gilbert (1894) περιέγραψε ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από το σεισμό του 1872 κοντά στην πόλη Salt Lake City. Το 1882 επίσης ο Akexander Mckey έδωσε γεωλογικές πληροφορίες για επιφανειακές διαρρήξεις που συνέβησαν μετά από σεισμό. Επίσης, ο Bunjiro Koto συσχέτισε επιφανειακά ρήγματα με το σεισμό του Mino-Owari (1891) της Ιαπωνίας.
Τέλος, μετά το μεγάλο σεισμό της Καλιφόρνια (San Francisco 1906) μετρήθηκαν συστηματικά οι επιφανειακές μετατοπίσεις του κλάδου του ρήγματος του Αγίου Ανδρέα, που ενεργοποιήθηκε στο μεγάλο και καταστροφικό σεισμό των αρχών του 20ού αιώνα. Έτσι τα σεισμικά φαινόμενα έγιναν τμήμα της μελέτης της Γεωλογίας και ιδιαίτερα του κλάδου της Τεκτονικής Γεωλογίας. Παρ’ όλα αυτά για αρκετά ακόμη χρόνια, μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’60, η μελέτη των σεισμικών ρηγμάτων ήταν έξω από τα ενδιαφέροντα της συντριπτικής πλειονότητας των γεωλόγων και σεισμολόγων.
Σήμερα εξειδικευμένοι γεωλόγοι κυρίως, αλλά και γεωφυσικοί ή γεωδαίτες, μπορούν να αναγνωρίσουν τις περισσότερες ενεργές γεωλογικές δομές, μπορούν να τις περιγράψουν και ίσως να εκτιμήσουν το βαθμό της δραστηριότητάς τους. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να καθορίσουν τη μελλοντική τους επαναδραστηριοποίηση, ένα πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με τη δυσκολία της πρόγνωσης των σεισμών. Ο ρόλος των μηχανικών, από την άλλη, είναι να σχεδιάζουν κατασκευές τέτοιες ώστε να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες της συνεχιζόμενης τεκτονικής δραστηριότητας. Από κοινωνική και οικονομική άποψη ενδιαφέρουν τα επίπεδα επικινδυνότητας των τεκτονικών διεργασιών και οι τρόποι ελαχιστοποίησής τους, ενώ από νομική απαιτείται μια λιγότερο συγκεχυμένη προσέγγιση της “ενεργού δραστηριότητας” και ένας απλούστερος ορισμός του “ενεργού ρήγματος” που θα εστιάζεται στο μέλλον (μελλοντική σημασία της συνεχιζόμενης τεκτονικής δράσης). Γι’ αυτό αξίζει να αναφερθεί ο ορισμός της “Ενεργού Τεκτονικής” της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας: το σύνολο των τεκτονικών κινήσεων οι οποίες αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσα σ’ ένα μελλοντικό χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει την κοινωνία.
Ο φλοιός της Γης θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους κάτι το πολύ σταθερό. Μια αντίληψη που μολονότι είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας κλονίζεται σημαντικά σε βίαιες αναταράξεις του, όπως για παράδειγμα οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις ή οι κατολισθήσεις. Μόνο όταν συμβούν τέτοιου είδους ασυνήθιστα παροξυσμικά φαινόμενα, τότε στρέφεται και το δημόσιο ενδιαφέρον στις δυναμικές διεργασίες του γήινου φλοιού. Οι μικρότερες κινήσεις του γήινου φλοιού περνούν από το σύνολο απαρατήρητες, μπορεί όμως να αποδειχθούν πολλές φορές εξίσου οικονομικά επιζήμιες. Για παράδειγμα ασεισμική ολίσθηση ρήγματος, ερπυσμός, ανύψωση ή καταβύθιση μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία ευαίσθητων τμημάτων εργοστασίων.
Η ανάγκη για ασφάλεια των μεγάλων έργων, όπως είναι οι πυρηνικοί σταθμοί, τα φράγματα, τα μεγάλα κτίρια, οι γέφυρες και πολλές αμυντικές κατασκευές, απαιτεί ιδιαίτερες και εξειδικευμένες γνώσεις των διεργασιών του γήινου φλοιού, λεπτομέρεια στον καθορισμό των ενεργών δομών και περαιτέρω κατασκευαστικές προσπάθειες για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών από μελλοντική επαναδραστηριοποίησή τους. Στο παρελθόν έχουν συμβεί σοβαρά λάθη με συνέπεια τις πρόσθετες οικονομικές δαπάνες, την καθυστέρηση ή ματαίωση μεγάλων και σημαντικών από οικονομική πλευρά κατασκευών, τα νομικά προβλήματα κλπ.
Ο προσδιορισμός των πιο σταθερών τεκτονικών περιοχών και η πρόβλεψη του βαθμού σταθερότητας ή της έλλειψης ενεργού τεκτονισμού αποδείχτηκε πιο δύσκολος και από την πρόβλεψη των τεκτονικών συμβάντων. Η επιστήμη διαθέτει σχετικά λίγες μεθόδους ανάλυσης και οι γνώσεις για τις μακροπρόθεσμες τεκτονικές διεργασίες είναι μάλλον περιορισμένες, αν και στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα συσσωρεύτηκε αρκετή γνώση, δοκιμάστηκαν αρκετές νέες μέθοδοι και δημοσιεύτηκε μεγάλος αριθμός επιστημονικών εργασιών στα θέματα της ενεργού τεκτονικής.
Έτσι τόσο για τον καθορισμό σταθερών τεκτονικά περιοχών, όσο και για την πρόβλεψη μελλοντικών μετακινήσεων τμημάτων του γήινου φλοιού που έχουν πρακτική σημασία είναι ιδιαίτερα δύσκολη η χάραξη πολιτικής και η λήψη αποφάσεων με οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Για να γίνει εκτίμηση της συνεχιζόμενης τεκτονικής δραστηριότητας του γήινου φλοιού και της επικινδυνότητάς της απαιτούνται γνώσεις για τη δομή του, για τα γεωλογικά-σεισμικά ρήγματα, το ρυθμό επαναδραστηριοποίησής τους, τη γεωμετρία τους και γενικά των τεκτονικών διεργασιών όπως περιγράφονται από μοντέλα. Πολλές από τις διεργασίες αυτές δεν μπορούν να περιγραφούν χρησιμοποιώντας μόνο τις ενόργανες ή ιστορικές καταγραφές σεισμών. Αντίθετα χρειάζονται εξειδικευμένες γεωλογικές πληροφορίες των τελευταίων 10.000 χρόνων (Ολοκαίνου) του Τεταρτογενούς (1,6-1,8 Ma), αλλά και γενικότερα της δομής και εξέλιξης του γήινου φλοιού στην πάροδο του γεωλογικού χρόνου των εκατομμυρίων ετών. Ολόκληρο σχεδόν το πεδίο της Γεωλογίας με έμφαση ειδικών κλάδων, όπως της γεωμορφολογίας, καθώς επίσης της Σεισμολογίας-Γεωφυσικής και Γεωδαισίας συμμετέχουν στην κατανόηση των σύγχρονων συνεχιζόμενων διεργασιών του φλοιού της Γης και ιδιαίτερα του φαινομένου των σεισμών.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι σεισμοί αφήνουν έντονα τα «σημάδια» τους στον ανώτατο φλοιό και στην επιφάνεια της Γης, τα οποία είναι αναγνωρίσιμα σήμερα από τους γεωλόγους (γεωμορφολογική ή μορφοτεκτονική). Η αναγνώριση, κατανόηση και ποσοτική έκφραση των επιδράσεων των σεισμών στο γεωμορφολογικό ανάγλυφο επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του ιδιαίτερα πολύπλοκου αυτού φαινομένου και συμβάλλουν στον προσδιορισμό της σεισμικότητας και σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής.
Η Γεωλογία των Σεισμών εξετάζει τους σεισμούς ως γεωλογικό φαινόμενο, ως στιγμιαίο τεκτονικό γεγονός, που μέσα στα πλαίσια της γεωλογικής διαχρονικότητας (ακτουαλισμός) αποτελούν την κύρια αιτία διαμόρφωσης του φλοιού, με τους επιμέρους κλάδους :
η Νεοτεκτονική εξετάζει τις πρόσφατες γεωλογικά δομές και διεργασίες του γήινου φλοιού,
η Μορφοτεκτονική εξετάζει την επίδραση των τεκτονικών διεργασιών στο γήινο μορφοανάγλυφο,
η Σεισμοτεκτονική είναι κυρίως ο συσχετισμός γεωλογικών και σεισμολογικών δεδομένων, η μελέτη των επιφανειακών διαρρήξεων σεισμών, και τέλος ιδιαίτερα τηνΠαλαιοσεισμολογία, η οποία ουσιαστικά αποτελεί την λεπτομερή μελέτη της πρόσφατης σεισμικής ιστορίας των ενεργών ρηγμάτων.
Οι όροι ενεργός τεκτονική και ενεργά ρήγματα είναι σε τρέχουσα χρήση, ενώ η ενεργός τεκτονική είναι περισσότερο συνώνυμη της Σεισμοτεκτονικής. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη μιας γενικής συμφωνίας σε μεμονωμένους ορισμούς έχει δημιουργήσει σύγχυση και σαν αποτέλεσμα γεωλογικές, μηχανικές, κοινωνικές και νομικές δυσκολίες. Ο συνδυασμός σεισμολογικών, σεισμοϊστορικών και γεωλογικών δεδομένων δίνει πάντα την πληρέστερη εικόνα της σεισμικότητας μιας περιοχής.
Κύριο αντικείμενο της Νεοτεκτονικής και κυρίως της Γεωλογίας των Σεισμών αποτελούν η προϋπάρχουσα δομή του φλοιού (ιστός), τα ενεργά ρήγματα (γεωμετρία, αρχιτεκτονική, κινηματική σεισμική ιστορία τους) και γενικά το γεωλογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται ο σεισμός.
Οι όροι που αναφέρονται στη σύγχρονη βιβλιογραφία για να περιγράψουν τη συνεχιζόμενη τεκτονική δραστηριότητα του φλοιού της Γης: Νεοτεκτονική, Ενεργός Τεκτονική, Σεισμοτεκτονική, Μορφοτεκτονική, Παλαιοσεισμολογία, Γεωλογία των Σεισμών, ή ακόμη και Παλαιογεωφυσική ή Παλαιογεωδυναμική, και προσπαθούν να ορίσουν τον επιστημονικό χώρο μεταξύ της “κλασικής” Γεωλογίας και της Σεισμολογίας, δεν είναι σαφώς ορισμένοι. Συχνά παρουσιάζουν αλληλοεπικαλύψεις, κάποτε δημιουργούν σύγχυση ή χρησιμοποιούνται αυθαίρετα και πολλές φορές ορίζουν ίδια επιστημονικά αντικείμενα. Η ασυμφωνία σε έναν και μοναδικό ορισμό των “ενεργών ρηγμάτων” δημιουργεί τεχνικές δυσκολίες με επιστημονικές, νομικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Οι όροι ενεργό ρήγμα και ενεργός τεκτονική υποδηλώνουν πρόσφατες τεκτονικές διαδικασίες. Ο προσδιορισμός όμως “πρόσφατα” είναι σχετικός και ιδιαίτερα ασαφής για έναν επιστημονικό ορισμό. Το παρόν είναι μια χρονική στιγμή με προσωρινή σημασία. Στην καθημερινή ζωή, το πρόσφατα σημαίνει λεπτά, ώρες, μήνες ή το πολύ χρόνια, ανάλογα με την κλίμακα χρόνου στην οποία αναφερόμαστε. Για ένα γεωλόγο το χρονικό διάστημα που αντιπροσωπεύει το “πρόσφατα” μπορεί να καλύπτει μερικές χιλιάδες, δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, ή ίσως ένα, δύο ή μερικά εκατομμύρια χρόνια. Μπορεί όμως να υπάρξει ένα πλήρως καθορισμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο χρονικό όριο για τον ορισμό του γεωλογικού “πρόσφατα”;
Διάφοροι επιστημονικοί οργανισμοί, υπηρεσίες ή μεμονωμένοι ερευνητές έχουν ορίσει ένα “ενεργό ρήγμα” (βλέπε κεφάλαιο Ορισμοί Ενεργών Ρηγμάτων) όταν έχει παρουσιάσει δραστηριοποίηση σεισμική ή ασεισμική: α) σε 10.000 χρόνια, β) σε 35.000 χρόνια, γ) σε 150.000 χρόνια, δ) δύο φορές σε 500.000 χρόνια ή ε) τέλος, καθόλη τη διάρκεια του Τεταρτογενούς. Τέτοιοι ορισμοί απέκτησαν και νομική σημασία (για τις κατασκευές μεγάλων τεχνικών έργων, την πολεοδομική επέκταση κ.ά.), αλλά η μεγάλη διακύμανση στο “γεωλογικό χρονικό διάστημα” προκάλεσε επανειλημμένα σύγχυση.
Ο πατέρας της Γεωλογίας Κάρολος Λάιλ (Charles Lyell) στο κλασικό βιβλίου του Αρχές της Γεωλογίας (Principles of Geology, 1830) αναγνωρίζει τις απότομες αλλαγές που συμβαίνουν στο έδαφος κατά τη διάρκεια των σεισμών, αν και οι πρώτες σαφείς παρατηρήσεις συν-σεισμικών εδαφικών παραμορφώσεων υπάρχουν στον Θουκυδίδη, όταν περιέγραφε το μεγάλο σεισμό της Φθιώτιδας-Βοιωτίας το 426 π.Χ. μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, στον Αριστοτέλη στον Στράβωνα και άλλους. Ποτέ όμως δε συνδέθηκαν γεωλογικά ρήγματα και σεισμοί. Η πρώτη παγκόσμια χαρτογράφηση επιφανειακού ίχνους σεισμικού ρήγματος αφορούσε το σεισμό της Αιγιαλείας του 1861 (Ελίκη-Βαλιμνίτικα-Διακοφτό) στην Πελοπόννησο και πραγματοποιήθηκε από το διευθυντή του Αστεροσκοπείου Αθηνών J. Schmidt (εργασίες του 1864,1867). Επίσης ο καθηγητής Γεωμορφολογίας του Πανεπιστημίου της Γιούτα (ΗΠΑ) G.K. Gilbert (1894) περιέγραψε ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από το σεισμό του 1872 κοντά στην πόλη Salt Lake City. Το 1882 επίσης ο Akexander Mckey έδωσε γεωλογικές πληροφορίες για επιφανειακές διαρρήξεις που συνέβησαν μετά από σεισμό. Επίσης, ο Bunjiro Koto συσχέτισε επιφανειακά ρήγματα με το σεισμό του Mino-Owari (1891) της Ιαπωνίας.
Τέλος, μετά το μεγάλο σεισμό της Καλιφόρνια (San Francisco 1906) μετρήθηκαν συστηματικά οι επιφανειακές μετατοπίσεις του κλάδου του ρήγματος του Αγίου Ανδρέα, που ενεργοποιήθηκε στο μεγάλο και καταστροφικό σεισμό των αρχών του 20ού αιώνα. Έτσι τα σεισμικά φαινόμενα έγιναν τμήμα της μελέτης της Γεωλογίας και ιδιαίτερα του κλάδου της Τεκτονικής Γεωλογίας. Παρ’ όλα αυτά για αρκετά ακόμη χρόνια, μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’60, η μελέτη των σεισμικών ρηγμάτων ήταν έξω από τα ενδιαφέροντα της συντριπτικής πλειονότητας των γεωλόγων και σεισμολόγων.
Σήμερα εξειδικευμένοι γεωλόγοι κυρίως, αλλά και γεωφυσικοί ή γεωδαίτες, μπορούν να αναγνωρίσουν τις περισσότερες ενεργές γεωλογικές δομές, μπορούν να τις περιγράψουν και ίσως να εκτιμήσουν το βαθμό της δραστηριότητάς τους. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να καθορίσουν τη μελλοντική τους επαναδραστηριοποίηση, ένα πρόβλημα που συνδέεται άμεσα με τη δυσκολία της πρόγνωσης των σεισμών. Ο ρόλος των μηχανικών, από την άλλη, είναι να σχεδιάζουν κατασκευές τέτοιες ώστε να ελαχιστοποιούνται οι συνέπειες της συνεχιζόμενης τεκτονικής δραστηριότητας. Από κοινωνική και οικονομική άποψη ενδιαφέρουν τα επίπεδα επικινδυνότητας των τεκτονικών διεργασιών και οι τρόποι ελαχιστοποίησής τους, ενώ από νομική απαιτείται μια λιγότερο συγκεχυμένη προσέγγιση της “ενεργού δραστηριότητας” και ένας απλούστερος ορισμός του “ενεργού ρήγματος” που θα εστιάζεται στο μέλλον (μελλοντική σημασία της συνεχιζόμενης τεκτονικής δράσης). Γι’ αυτό αξίζει να αναφερθεί ο ορισμός της “Ενεργού Τεκτονικής” της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας: το σύνολο των τεκτονικών κινήσεων οι οποίες αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσα σ’ ένα μελλοντικό χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει την κοινωνία.
Ο φλοιός της Γης θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους κάτι το πολύ σταθερό. Μια αντίληψη που μολονότι είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας κλονίζεται σημαντικά σε βίαιες αναταράξεις του, όπως για παράδειγμα οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις ή οι κατολισθήσεις. Μόνο όταν συμβούν τέτοιου είδους ασυνήθιστα παροξυσμικά φαινόμενα, τότε στρέφεται και το δημόσιο ενδιαφέρον στις δυναμικές διεργασίες του γήινου φλοιού. Οι μικρότερες κινήσεις του γήινου φλοιού περνούν από το σύνολο απαρατήρητες, μπορεί όμως να αποδειχθούν πολλές φορές εξίσου οικονομικά επιζήμιες. Για παράδειγμα ασεισμική ολίσθηση ρήγματος, ερπυσμός, ανύψωση ή καταβύθιση μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία ευαίσθητων τμημάτων εργοστασίων.
Η ανάγκη για ασφάλεια των μεγάλων έργων, όπως είναι οι πυρηνικοί σταθμοί, τα φράγματα, τα μεγάλα κτίρια, οι γέφυρες και πολλές αμυντικές κατασκευές, απαιτεί ιδιαίτερες και εξειδικευμένες γνώσεις των διεργασιών του γήινου φλοιού, λεπτομέρεια στον καθορισμό των ενεργών δομών και περαιτέρω κατασκευαστικές προσπάθειες για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών από μελλοντική επαναδραστηριοποίησή τους. Στο παρελθόν έχουν συμβεί σοβαρά λάθη με συνέπεια τις πρόσθετες οικονομικές δαπάνες, την καθυστέρηση ή ματαίωση μεγάλων και σημαντικών από οικονομική πλευρά κατασκευών, τα νομικά προβλήματα κλπ.
Ο προσδιορισμός των πιο σταθερών τεκτονικών περιοχών και η πρόβλεψη του βαθμού σταθερότητας ή της έλλειψης ενεργού τεκτονισμού αποδείχτηκε πιο δύσκολος και από την πρόβλεψη των τεκτονικών συμβάντων. Η επιστήμη διαθέτει σχετικά λίγες μεθόδους ανάλυσης και οι γνώσεις για τις μακροπρόθεσμες τεκτονικές διεργασίες είναι μάλλον περιορισμένες, αν και στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα συσσωρεύτηκε αρκετή γνώση, δοκιμάστηκαν αρκετές νέες μέθοδοι και δημοσιεύτηκε μεγάλος αριθμός επιστημονικών εργασιών στα θέματα της ενεργού τεκτονικής.
Έτσι τόσο για τον καθορισμό σταθερών τεκτονικά περιοχών, όσο και για την πρόβλεψη μελλοντικών μετακινήσεων τμημάτων του γήινου φλοιού που έχουν πρακτική σημασία είναι ιδιαίτερα δύσκολη η χάραξη πολιτικής και η λήψη αποφάσεων με οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Για να γίνει εκτίμηση της συνεχιζόμενης τεκτονικής δραστηριότητας του γήινου φλοιού και της επικινδυνότητάς της απαιτούνται γνώσεις για τη δομή του, για τα γεωλογικά-σεισμικά ρήγματα, το ρυθμό επαναδραστηριοποίησής τους, τη γεωμετρία τους και γενικά των τεκτονικών διεργασιών όπως περιγράφονται από μοντέλα. Πολλές από τις διεργασίες αυτές δεν μπορούν να περιγραφούν χρησιμοποιώντας μόνο τις ενόργανες ή ιστορικές καταγραφές σεισμών. Αντίθετα χρειάζονται εξειδικευμένες γεωλογικές πληροφορίες των τελευταίων 10.000 χρόνων (Ολοκαίνου) του Τεταρτογενούς (1,6-1,8 Ma), αλλά και γενικότερα της δομής και εξέλιξης του γήινου φλοιού στην πάροδο του γεωλογικού χρόνου των εκατομμυρίων ετών. Ολόκληρο σχεδόν το πεδίο της Γεωλογίας με έμφαση ειδικών κλάδων, όπως της γεωμορφολογίας, καθώς επίσης της Σεισμολογίας-Γεωφυσικής και Γεωδαισίας συμμετέχουν στην κατανόηση των σύγχρονων συνεχιζόμενων διεργασιών του φλοιού της Γης και ιδιαίτερα του φαινομένου των σεισμών.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι σεισμοί αφήνουν έντονα τα «σημάδια» τους στον ανώτατο φλοιό και στην επιφάνεια της Γης, τα οποία είναι αναγνωρίσιμα σήμερα από τους γεωλόγους (γεωμορφολογική ή μορφοτεκτονική). Η αναγνώριση, κατανόηση και ποσοτική έκφραση των επιδράσεων των σεισμών στο γεωμορφολογικό ανάγλυφο επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του ιδιαίτερα πολύπλοκου αυτού φαινομένου και συμβάλλουν στον προσδιορισμό της σεισμικότητας και σεισμικής επικινδυνότητας μιας περιοχής.
Η Γεωλογία των Σεισμών εξετάζει τους σεισμούς ως γεωλογικό φαινόμενο, ως στιγμιαίο τεκτονικό γεγονός, που μέσα στα πλαίσια της γεωλογικής διαχρονικότητας (ακτουαλισμός) αποτελούν την κύρια αιτία διαμόρφωσης του φλοιού, με τους επιμέρους κλάδους :
η Νεοτεκτονική εξετάζει τις πρόσφατες γεωλογικά δομές και διεργασίες του γήινου φλοιού,
η Μορφοτεκτονική εξετάζει την επίδραση των τεκτονικών διεργασιών στο γήινο μορφοανάγλυφο,
η Σεισμοτεκτονική είναι κυρίως ο συσχετισμός γεωλογικών και σεισμολογικών δεδομένων, η μελέτη των επιφανειακών διαρρήξεων σεισμών, και τέλος ιδιαίτερα τηνΠαλαιοσεισμολογία, η οποία ουσιαστικά αποτελεί την λεπτομερή μελέτη της πρόσφατης σεισμικής ιστορίας των ενεργών ρηγμάτων.
Οι όροι ενεργός τεκτονική και ενεργά ρήγματα είναι σε τρέχουσα χρήση, ενώ η ενεργός τεκτονική είναι περισσότερο συνώνυμη της Σεισμοτεκτονικής. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη μιας γενικής συμφωνίας σε μεμονωμένους ορισμούς έχει δημιουργήσει σύγχυση και σαν αποτέλεσμα γεωλογικές, μηχανικές, κοινωνικές και νομικές δυσκολίες. Ο συνδυασμός σεισμολογικών, σεισμοϊστορικών και γεωλογικών δεδομένων δίνει πάντα την πληρέστερη εικόνα της σεισμικότητας μιας περιοχής.
Κύριο αντικείμενο της Νεοτεκτονικής και κυρίως της Γεωλογίας των Σεισμών αποτελούν η προϋπάρχουσα δομή του φλοιού (ιστός), τα ενεργά ρήγματα (γεωμετρία, αρχιτεκτονική, κινηματική σεισμική ιστορία τους) και γενικά το γεωλογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται ο σεισμός.